- προικιος
- προίκιος2безвозмездный, даровой
(ἀοιδός, т.е. τέττιξ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀοιδός, т.е. τέττιξ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προίκιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προίκιος — ον, Α [προίξ, κός] 1. αυτός που δίνεται δωρεάν 2. φρ. α) «προίκιος ἀοιδός» ο τέττιγας, το τζιτζίκι β) «προίκιος χάρις» το μέλι … Dictionary of Greek
προίκιον — προίκιος masc/fem acc sg προίκιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προικίοις — προίκιος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προικίων — προίκιος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποπροίκ(ε)ιος — ον, Α αυτός που έχει λάβει με νόμιμο γάμο γυναίκα με προίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + προίκειος / προίκιος «αυτός που αναφέρεται στην προίκα» (< προίξ, κός)] … Dictionary of Greek